- αἰγάγρων
- αἴγαγροςthe wild goatmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριμοκυνηγός — ο (στην Κρήτη) κυνηγός αιγάγρων … Dictionary of Greek
ταρ — Περιοχή της Ινδίας και του δυτικού Πακιστάν. Η έρημος Τ. καλύπτεται από αραιά δάση ακακιών και αποτελείται από συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων άμμου. Υπάρχουν εκεί και λόφοι από γρανίτη. Οι κάτοικοί της είναι νομάδες κτηνοτρόφοι, που καλλιεργούν… … Dictionary of Greek